Η χρήση τεχνολογιών επιτήρησης και ελέγχου για την αντιμετώπιση της πανδημίας εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες
Τη Δευτέρα 4 Μαΐου ο βρετανός υπουργός Υγείας, Ματ Χάνκοκ, ανακοίνωσε ότι στη Νήσο Γουάιτ, στη Μάγχη, ξεκινά η δοκιμαστική χρήση μιας εφαρμογής εντοπισμού επαφών για κινητά τηλέφωνα που θα είναι τμήμα της στρατηγικής σταδιακής χαλάρωσης των μέτρων περιορισμού για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19.
Η εφαρμογή χρησιμοποιεί την τεχνολογία Bluetooth που έχουν τα κινητά τηλέφωνα και καταγράφει τις επαφές που έχει ο κάτοχος του τηλεφώνου με άλλους ανθρώπους (και τα τηλέφωνά τους). Εάν κάποιος δηλώσει μέσω της εφαρμογής ότι έχει συμπτώματα, ακόμη και εάν δεν έχει κάνει τεστ, αμέσως ειδοποιούνται όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθε σε επαφή.
Το Βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας εκτιμά ότι με τη γενίκευση της χρήσης της εφαρμογής θα μπορούν πολύ πιο έγκαιρα να εντοπίζονται επαφές κρουσμάτων, να ελέγχονται, να απομονώνονται, ενώ υποστηρίζει ότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για την ανωνυμία των δεδομένων που συλλέγονται.
Από τη Νότια Κορέα και την Κίνα μέχρι το Ισραήλ
Η ανάγκη έγκαιρου εντοπισμού όλων των επαφών ενός πιθανού κρούσματος, αλλά και εξασφάλισης της εφαρμογής μέτρων αυτοαπομόνωσης και καραντίνας, αποτέλεσε σε ορισμένες χώρες τμήμα της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ιδίως σε χώρες που έδωσαν εξαρχής μεγαλύτερη έμφαση στην ανίχνευση, τον έλεγχο και την απομόνωση κρουσμάτων.
Στη Νότια Κορέα έγινε από την αρχή χρήση εφαρμογών για κινητά τηλέφωνα που καταγράφουν αναλυτικά κινήσεις και επαφές του χρήστη τους και που μπορούν να συνδυαστούν με τα δεδομένα από πιστωτικές κάρτες ή από κάμερες CCTV. Αντίστοιχα μέτρα εφαρμόστηκαν και στην Κίνα, όπου επιπλέον χρησιμοποιούνται και εφαρμογές που ελέγχουν τα δεδομένα για την υγεία του χρήστη και οι οποίες καθορίζουν και το εάν του επιτρέπεται να εισέλθει σε ορισμένους χώρους. Στην Ταϊβάν από πολύ νωρίς δοκιμάστηκε εφαρμογή εντοπισμού για να εξασφαλίσει ότι όσοι είχαν εντολή καραντίνας έμεναν στα σπίτια τους.
Αλλες χώρες κατέφυγαν σε τεχνολογίες μαζικής ψηφιακής επιτήρησης που ούτως ή άλλως εφάρμοζαν. Το Ισραήλ, για παράδειγμα, είχε ήδη σε λειτουργία ένα από τα πιο σύνθετα συστήματα παρακολούθησης ενός πληθυσμού, στον οποίο βέβαια δεν αναγνωρίζει πλήρη δικαιώματα: είναι αυτό που εφαρμόζει στα κατεχόμενα σε βάρος των Παλαιστινίων. Η ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου επιτηρούμενου πληθυσμού επέτρεψε την ανάπτυξη αρκετών ιδιωτικών εταιρειών που παρέχουν τη σχετική τεχνολογία, εκμεταλλευόμενες τις στενές τους σχέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Ωστόσο, όταν η ισραηλινή κυβέρνηση δοκίμασε να γενικεύσει τη χρήση τέτοιων τεχνικών και στον πληθυσμό του Ισραήλ υπήρξε αντίδραση και η επιβλέπουσα κοινοβουλευτική υπηρεσία απαίτησε να μην επεκταθεί πέραν όσων είχαν εντολές να αυτοπεριοριστούν. Πάντως, η υπηρεσία ασφαλείας, η Σιν Μπετ, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τέτοιες τεχνολογίες για να εντοπίζει επαφές επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.
Πάντως αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο δοκιμάζονται διάφορες σχετικές εφαρμογές σε περισσότερες από 30 χώρες, καθώς όλο και περισσότερες κυβερνήσεις θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να αποφύγουν την καταφυγή στα εξοντωτικά για την οικονομία καθολικά lockdown.
Οι απειλές για τις ελευθερίες
Το μεγάλο ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό τέτοιες εφαρμογές παραβιάζουν βασικά ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. Ο Economist κατέταξε με τον ανάλογο τρόπο την επίδραση που έχουν διαφορετικές εφαρμογές και τεχνικές στις ατομικές ελευθερίες: Οι τεχνικές ανίχνευσης επαφών έχουν υψηλό κίνδυνο για τις ατομικές ελευθερίες εάν στηρίζονται στη δυνατότητα των κυβερνήσεων να επεξεργάζονται δεδομένα από πλατφόρμες και χαμηλό εάν απλώς περιορίζονται στην επικοινωνία μεταξύ τηλεφώνων. Υψηλός είναι ο κίνδυνος και όταν γίνεται προσπάθεια για διαμόρφωση διαγραμμάτων επαφών με βάση την επεξεργασία δεδομένων από την κινητή τηλεφωνία, αν και η τεχνική δεν εφαρμόζεται. Μεσαίος είναι ο κίνδυνος για τις εφαρμογές ελέγχου της τήρησης των μέτρων καραντίνας και χαμηλός για τις εφαρμογές που απλώς καταγράφουν γενικές κινήσεις πληθυσμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η βασική διαχωριστική γραμμή είναι εάν η εφαρμογή στηρίζεται σε μια κεντρική βάση δεδομένων, όπως θα γίνει στη Βρετανία ή στη Σιγκαπούρη, όπου εφαρμόζεται το σύστημα BlueTrace, ή εάν θα είναι μια αποκεντρωμένη δομή που θα στηρίζεται κυρίως στην επικοινωνία μεταξύ τηλεφώνων, όπως είναι η εφαρμογή που ανακοίνωσαν ότι ετοιμάζουν από κοινού η Google και η Apple. Κεντρικές βάσεις δεδομένων σημαίνουν και μεγαλύτερη δυνατότητα κατάχρησης αυτών των δεδομένων και άρα απαιτούν περισσότερες δικλίδες ασφαλείας και καλύτερη εποπτεία.
Πάντως οι οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προειδοποιούν ότι τέτοιες εφαρμογές πρέπει να συνδυαστούν με την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον σεβασμό στις προσωπικές ελευθερίες. Με κοινή δήλωσή τους στις αρχές Απριλίου δεκάδες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανάμεσά τους η Διεθνής Αμνηστία, ζήτησαν από τις κυβερνήσεις να βάλουν σαφή όρια και εγγυήσεις σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην όποια χρήση τέτοιων εφαρμογών.
Από τη μεριά της η Αμερικανική Ενωση για τις Ατομικές Ελευθερίες (ACLU) διατύπωσε σαφείς προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τέτοιες εφαρμογές: Να μην αποσπούν πόρους από άλλες αναγκαίες πλευρές της μάχης κατά της πανδημίας. Να είναι εθελοντικές μη τιμωρητικές, να προστατεύουν την ιδιωτικότητα, να μη στηρίζονται σε κεντρικές αρχές, να χρησιμοποιούν τα ελάχιστα δυνατά δεδομένα και να μην κάνουν διακρίσεις. Γι’ αυτό και επιμένει ότι πρέπει να διαμορφωθούν σε συνεργασία με τους ειδικούς της δημόσιας υγείας, να έχουν μηχανισμούς εποπτείας και λογοδοσίας και να περιλαμβάνουν μια στρατηγική εξόδου όταν τελειώσει η πανδημία.
«Πανοπτική» κοινωνία;
Η πανδημία και η συζήτηση για τις εφαρμογές καταγραφής επαφών επαναφέρει ερωτήματα που ήταν ανοιχτά στις σύγχρονες κοινωνίες. Το ζήτημα των μορφών επιτήρησης υπήρξε ζήτημα διαφιλονικούμενο σε όλη τη διαδρομή της νεωτερικότητας, ιδίως από τη στιγμή που αυτή η ιστορική φάση συμπίπτει με την επέκταση τέτοιων πρακτικών καθώς θεωρήθηκε ότι αυτό εξασφαλίζει την ορθή προσαρμογή τους στις κοινωνικές νόρμες ως προς την εργασία, την εκπαίδευση, την άσκηση των στρατιωτικών καθηκόντων και γενικά κάθε απαίτηση πειθαρχίας, αλλά και τον αποτελεσματικό έλεγχο των επιδημιών και την τήρηση των κανόνων της δημόσιας υγείας.
Ταυτόχρονα, η νεωτερικότητα ανέδειξε και το θέμα των ατομικών ελευθεριών, του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα και σταδιακά αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, με την προστασία των τελευταίων να ενσωματώνεται στη συνταγματική και νομική τάξη.
Ο φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ είχε προτείνει στα τέλη του 18ου αιώνα την έννοια του «πανοπτικού» ως της βασικής αρχής σχεδιασμού για φυλακές, άσυλα, εργοστάσια, νοσοκομεία και σχολεία, με στόχο την εύκολη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Από τα τέλη του 20ού αιώνα επανήλθε στο προσκήνιο το ερώτημα εάν μεταβαίνουμε σε μια «πανοπτική κοινωνία».
Ο καπιταλισµός της επιτήρησης
Οι ψηφιακές τεχνολογίες διαμόρφωσαν νέες δυνατότητες ως προς την επιτήρηση και τον έλεγχο των ανθρώπων. Μεγάλο μέρος από τις συναλλαγές, τις πρακτικές, τις δοσοληψίες και τις διοικητικές διεργασίες διεκπεραιώνεται και καταγράφεται ψηφιακά, ενώ έχουμε και την τεράστια επέκταση των καμερών κλειστού κυκλώματος που σε αρκετές πόλεις καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χώρου τους και συνδυάζονται με εξελιγμένες τεχνολογίες ως προς την αναγνώριση πινακίδων οχημάτων αρχικά και χαρακτηριστικών προσώπου στη συνέχεια.
Η πλοήγησή μας στο Διαδίκτυο είναι μια διαρκώς καταγράψιμη συμπεριφορά. Ο συνδυασμός της κινητής τηλεφωνίας, του Διαδικτύου και των συστημάτων γεωεντοπισμού επιτρέπουν ακόμη μεγαλύτερη καταγραφή δεδομένων που αφορούν τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στηρίζονται στην εμπορική εκμετάλλευση των δεδομένων που προκύπτουν από τις συνήθειες, τις πρακτικές, τις μετακινήσεις, τις προτιμήσεις, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων. Ολα αυτά ενισχύονται και από τις εξελίξεις στην τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη που επιτρέπουν ακόμη πιο αποτελεσματική επεξεργασία όλων αυτών των δεδομένων.
Τα «μεγάλα δεδομένα» (big data) αποτελούν από τα πιο προσοδοφόρα πεδία επένδυσης. Κολοσσοί όπως η Google και η Facebook ουσιαστικά αυτό έχουν ως πραγματικό επιχειρηματικό τους αντικείμενο, διαμορφώνοντας αυτό που η Σοσάνα Ζούμποφ σε πρόσφατο βιβλίο της ονόμασε «ο καπιταλισμός της επιτήρησης».
Πηγή: in.gr