Ας σκεφτούμε το εξής σενάριο:
περιδιαβαίνοντας μια καθημερινή ειρηνική ημέρα τον αστικό ιστό, αστυνομικές αρχές που είναι τοποθετημένες ανά οικοδομικό τετράγωνο μας ζητούν επιτακτικά την επίδειξη του δελτίου ταυτότητάς μας για την εξακρίβωση των στοιχείων μας, προκειμένου να έχουμε την δυνατότητα να κινηθούμε μέσα στην πόλη. Ανά λίγες δεκάδες μέτρα διενεργείται έλεγχος…
Αναμφίβολα μια τέτοια τακτική θα εξέγειρε εκτεταμένες (και δικαίως) αντιδράσεις από ενώσεις πολιτών και ακτιβιστές που προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες, ενώ ίσως θα προκαλoύσε οξύτατη πολιτικοϊδεολογική αντιπαράθεση με κύριο διακύβευμα τα περί «αστυνομικού κράτους», «κράτους πρόληψης», «κράτους ασφάλειας».
Τι θα λέγαμε, όμως, αν διαπιστώναμε ότι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει πολύ πιο αθόρυβα, αόρατα και εξ αποστάσεως, μακράν πιο αποτελεσματικά και με άπειρες μη αντιληπτές εν πρώτοις επιπτώσεις για την ελευθερία του προσώπου;
Ο λόγος περί της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου (facial recognition), μιας τεχνολογίας, που ναι μεν ξεκίνησε πειραματικά από την δεκαετία του ’60, πλην όμως τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια έχει διεισδύσει σε πάμπολες πτυχές των καθημερινών μας δραστηριοτήτων: από το ξεκλείδωμα του υπολογιστή και του «έξυπνου» τηλεφώνου μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την εύρεση αγνοουμένων προσώπων έως τον έλεγχο κατά την είσοδο στον εργασιακό χώρο, την αστυνόμευση σε αεροδρόμια και λοιπούς δημοσίους χώρους και την πρόσβαση στον τραπεζικό μας λογαριασμό.
Η λειτουργία αυτής της ψηφιακής τεχνολογίας έχει να κάνει με τον υπολογισμό μέσω βιντεοκαμερών (CCTV) της γεωμετρίας του ανθρωπίνου προσώπου, καθώς σε ασύλληπτες ταχύτητες και με την χρήση αλγορίθμων υπολογίζεται η απόσταση μεταξύ των ματιών, το μήκος του μετώπου ή το σχήμα της κάτω γνάθου για την δημιουργία μιας μοναδικής ψηφιακής ταυτότητας προσώπου, η οποία με την σειρά της αντιπαραβάλλεται με αντίστοιχες ταυτότητες αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων.
Πρόσφατη, εξαιρετικής σημασίας έρευνα, χαρτογραφεί την εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα. Ως προς την χρήση της λοιπόν από τους κρατικούς μηχανισμούς, και δη από τις αρχές επιβολής της τάξης, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου σε τακτική βάση αφορά το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, ήδη 98 χώρες έχουν θέσει σε λειτουργία κάμερες που ενσωματώνουν και την ψηφιακή αναγνώριση προσώπου, ενώ σε άλλες 12 η χρήση της έχει εγκριθεί και αναμένεται η πρακτική της εφαρμογή.
Στις Η.Π.Α. ήδη από το 2016 έρευνα έχει καταδείξει ότι οι μισοί ενήλικες πολίτες έχουν καταγραφεί σε κάποιο δίκτυο ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου, ενώ το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας (Department of Homeland Security) εντός του 2019 ανακοίνωσε ότι σκοπεύει έως το 2023 να καταγράφει τα πρόσωπα των επιβατών στα αεροπλάνα, σχεδόν στην ολότητά τους (97%). Στατιστική μελέτη του Pew Research Center από την άλλη έχει αναδείξει ότι το 59% των αμερικανών πολιτών αποδέχονται την χρήση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου στο πλαίσιο της ασφάλειας και της αντεγκληματικής πολιτικής. Νοτιότερα στο σύνολο των κρατών της Νότιας Αμερικής η χρήση της τεχνολογίας αγγίζει το 92%, καθώς συνδέθηκε με μεγάλες αστυνομικές επιτυχίες, όπως την σύλληψη ενός από τους πλέον καταζητούμενους εγκληματίες στην Βραζιλία.
Στην Μέση Ανατολή καθώς και στην κεντρική και ανατολική Ασία η κατάσταση, κατά την έρευνα, είναι αντίστοιχη με το πρόσθετο χαρακτηριστικό ότι εδώ η εφαρμογή της τεχνολογίας λαμβάνει χώρα και για λόγους εθνικής άμυνας λόγω ορισμένων ανοιχτών εμπόλεμων ζωνών.
Η Κίνα, πρωτοπόρος στις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, διαθέτει πλέον εγκατεστημένη μία κάμερα κλειστού κυκλώματος για κάθε 12 πολίτες της, ενώ χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα καυχώνται για την επιτυχημένη χρήση της τεχνολογίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και την επιβολή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και καραντίνας.
Στον αντίποδα των ανωτέρω βρίσκεται η αφρικανική ήπειρος, όπου προς το παρόν η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου λειτουργεί μόνο στο 20% των κρατών της στα οποία έχει αναπτύξει δραστηριότητες ο κινεζικός ψηφιακός κολοσσός της Huawei. Στην Τανζανία πάντως αυτήν την στιγμή πραγματοποιούνται πειράματα για χρήση της τεχνολογίας για την ταυτοποίηση σκύλων που έχουν εμβολιαστεί για λύσσα, ενώ η Κένυα ισχυρίζεται ότι περιόρισε σχεδόν στο μισό την εγκληματικότητά της λόγω της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου. Δεδομένων των ραγδαίων πάντως εξελίξεων και την ταχύτατη διείσδυση των παγκόσμιων ψηφιακών εταιρειών στην Αφρική, πολύ σύντομα η εφαρμογή της τεχνολογίας από τα κράτη θα επεκταθεί σε ανάλογα ποσοστά με την Αμερική και την Ασία.
Στον ευρωπαϊκό χώρο, που διαθέτει μια παράδοση στην προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και οι πολίτες έχουν οξυμένη ευαισθησία της κοινωνίας των πολιτών στα ζητήματα των συνταγματικών ελευθεριών, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου χρησιμοποιείται από 26 κράτη!
Μόνον στην γαλλική πόλη Nice υπάρχει μια βιντεοκάμερα για κάθε 342 πολίτες, ενώ -πάντα σύμφωνα με την έρευνα- χρήση της τεχνολογίας κάνει και η Ελλάδα. Μάλιστα σχετικά πρόσφατα η Homo Digitalis απηύθηνε επιστολή προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που αφορούσε πιθανή χρήση της δυσώνυμης πλέον εφαρμογής Clearview AI από την ελληνική αστυνομία σχετικά με την οποία έχει ξεσπάσει σάλος στις Η.Π.Α. Στην επίσημη απάντηση το Υπουργείο αρνείται κατηγορηματικά την χρήση της εν λόγω αμφιλεγόμενης τεχνολογίας ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου. Εντός του Μαΐου η European Digital Rights απέστειλε έκκληση προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απαγόρευση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου και άλλων τεχνολογιών επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων σε δημόσιους χώρους, ενώ μέχρι στιγμής μόνο το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (μαζί με το Μαρόκο είναι τα μόνο τρία κράτη σε διεθνή εμβέλεια που επέβαλαν απαγόρευση) έχουν προβεί σε απαγορευτική νομοθετική ρύθμιση.
Κάπως έτσι έχει διαμορφωθεί σε διεθνές πλαίσιο η εξάπλωση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου προκαλώντας αναμφίβολα έντονες ανησυχίες στις κοινωνίες. Οι δημοκρατικές ελευθερίες περιλαμβάνουν το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι, την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού τα οποία βρίσκονται στο απόσπασμα λόγω της μαζικής βιομετρικής επιτήρησης του δημόσιου χώρου. Ίσως τμήμα όσων εκφράζουν επιφυλάξεις λόγω των κινδύνων που ελλοχεύουν, αναμετρώνται και με την τεχνολογική αιτιοκρατία (ετεραρχία ή ντετερμινισμό, όπως συνηθίζεται πλέον να λέγεται) που θέλει τους τεράστιους ψηφιακούς κολοσσούς να συμπλέουν με ευρύτερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα για την επέκταση των σύγχρονων δυστοπικών τεχνολογιών.
Είναι πάντως ερευνητικά αποδεδειγμένη η ανακρίβεια της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. μια από τις εφαρμογές ταυτοποίησε 28 μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου ως συλληφθέντες για ποινικά αδικήματα). Αυτό μπορεί να έχει βαρύτατες επιπτώσεις για τους θιγέντες, πολλές εκ των οποίων μη επανορθώσιμες.
Επειδή η εν λόγω τεχνολογία καθιστά εκ των προτέρων υπόπτους όλους ανεξαιρέτως, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η πεμπτουσία του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγω της αδιάκριτης ψηφιακής καταγραφής των πολιτών στο δημόσιο χώρο. Θεμελιώδεις αρχές του δικαίου των προσωπικών δεδομένων ενδέχεται να καταπατούνται, όπως η αρχή του περιορισμού του σκοπού της επεξεργασίας, η ελαχιστοποίηση των δεδομένων αλλά και η απαγόρευση ατομικής λήψης αποφάσεων και κατάρτιση ψηφιακού προφίλ βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνάγεται λοιπόν ότι η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου ίσως ναρκοθετεί θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατικής κοινωνίας.
Ο περιορισμός του δημόσιου χώρου μέσω της ψηφιακής επιτήρησης, που τείνει να εξαπλώνεται, τροποποιεί αναπόδραστα την ισορροπία ισχύος μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η οποία διαφοροποιεί τις δημοκρατίες από τα αυταρχικά αστυνομικά κράτη. Αλλά και ειδικά το ανθρώπινο πρόσωπο, ως το «ιερό βήμα» του ανθρωπίνου σώματος, για το οποίο κάποιος στοχαστής είπε ότι αυτό εκφράζεται κάθε στιγμή, σε αντίθεση με το στόμα που επιλέγει πότε θα μιλήσει, όταν υπόκειται στους «νόμους» των αλγορίθμων και της τεχνητής νοημοσύνης είναι φυσικό να προκαλεί ανυπολόγιστους κινδύνους για την ελευθερία του προσώπου.
Είμαστε, άραγε, έτοιμοι να τους παραβλέψουμε τόσο αψήφιστα;
Πηγή: Homo Digitalis