Τα αφεντικά των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών (Facebook, Amazon, Apple και Google) στάθηκαν ,ψηφιακά λόγω κοροναϊού, ενώπιον της επιτροπής ανταγωνισμού του αμερικανικού Κογκρέσου και δέχθηκαν πιεστικές ερωτήσεις και έντονες επιπλήξεις.
Κατηγορήθηκαν ότι έχουν «υπερβολική δύναμη», ότι λογοκρίνουν τον πολικό λόγο, διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις και «σκοτώνουν» τις μηχανές της αμερικανικής οικονομίας.
Στη χθεσινή αυτή ιστορική ακρόαση κατέθεσαν ο Τιμ Κουκ, της Apple, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, της Facebook, ο Σούνταρ Πιτσάι της Alphabet, μητρικής εταιρείας της Google και ο Τζεφ Μπέζος της Amazon, οι οποίοι δέχθηκαν τα επίμονα ερωτήματα βουλευτών και των δύο κομμάτων.
Η επιτροπή ελέγχει, για πάνω από έναν χρόνο, την κυριαρχία των εταιρειών στον ψηφιακό κόσμο, συλλέγοντας 1.3 εκατομμύρια έγγραφα και καταγράφοντας υλικό συνεντεύξεων διάρκειας εκατοντάδων ωρών.
Όπως αναφέρει ο Guardian, ήδη από τα πρώτα λεπτά της ακρόασης, ο πρόεδρος της επιτροπής Ντέιβιντ Σίσιλιν έκανε φανερές τις προθέσεις του, σημειώνοντας ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες έχουν κατακυριεύσει τους κλάδους τους και κατηγορώντας τους ότι έχουν καταπνίξει τον ανταγωνισμό.
Οι κατηγορίες κατά των τεσσάρων τεχνολογικών κολοσσών ποικίλουν, την εντονότερη όμως κριτική τη δέχονται με τον ισχυρισμό ότι εκμεταλλεύονται την κυρίαρχη θέση τους για να συντρίβουν τους ανταγωνιστές τους ενώ ταυτόχρονα υπερχρεώνουν εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και εταιρείες που βασίζονται στις υπηρεσίες τους.
«Οι ιδρυτές μας (σ.σ. των ΗΠΑ) δεν θα υποκλίνονταν μπροστά σε βασιλιά. Ούτε και εμείς πρέπει να υποκλιθούμε στους αυτοκράτορες της ηλεκτρονικής οικονομίας», δήλωσε βουλευτής των Δημοκρατικών από το Ρόουντ Άιλαντ.
Οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές πάντως σε αρκετές στιγμές της ακρόασης προσπάθησαν να αλλάξουν τα θέμα της συζήτησης και από τον ανταγωνισμό να το στρέψουν στις κατηγορίες για αντι-συντηρητικές προκαταλήψεις στις ψηφιακές πλατφόρμες, κατηγορώντας τις εταιρείες ότι φιμώνουν τις συντηρητικές φωνές προσπαθώντας να αναιρέσουν τη νίκη του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2016.
Η Google και η Facebook δέχθηκαν βέλη πανταχόθεν για τις επιχειρηματικές τους πρακτικές. Ο Σίσιλιν ξεκίνησε τον κύκλο των ερωτήσεων αναφερόμενος στις καταγγελίες μικρότερων επιχειρήσεων ότι η Google πήρε το περιεχόμενο τους και το κατέταξε στις δικές της λίστες.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Google, Σούνταρ Πιτσάι πιέστηκε να απαντήσει σχετικά με τις κατηγορίες της πλατφόρμας κριτικής εστιατορίων και άλλων υπηρεσιών, της Yelp, σύμφωνα με τις οποίες, η Google πήρε κριτικές που είχαν αναρτηθεί στην Yelp και τις ανάρτησε στις δικές της σελίδες.
Όπως καταγγέλλει η Yelp, όταν ζήτησε από την Google να σταματήσει αυτήν την τακτική, η Google την απείλησε ότι θα την έβγαζε από τις λίστες αναζήτησής της. Ο Σίσιλιν χαρακτήρισε τη συμπεριφορά αυτή «οικονομική καταστροφή» για άλλες ηλεκτρονικές εταιρείες και δήλωσε: «Τα στοιχεία μού φαίνονται ξεκάθαρα πως καθώς η Google έγινε η πύλη εισόδου για το διαδίκτυο, ξεκίνησε να καταχράται τη δύναμή του».
Ο Ζούκερμπεργκ αντιμετώπισε επίμονα ερωτήματα για την εξαγορά του Instagram από τη Facebook, το 2012. Επικαλούμενος εσωτερικά έγγραφα που αποκαλύπτουν ότι η Facebook αγόρασε το Instagram για να το εξουδετερώσει ως ανταγωνιστική απειλή, το μέλος του Κογκρέσου, Τζέρι Νάντλερ χαρακτήρισε την εξαγορά αυτή ως «τον χαρακτηριστικό τύπο εξαγοράς για την αποτροπή της οποίας δημιουργήθηκε η νομοθεσία του ανταγωνισμού»
Ο Ζούκερμπεργκ πάντως αμύνθηκε της εξαγοράς, υποστηρίζοντας ότι η Facebook βοήθησε την εφαρμογή Instagram να εξελίξει τη δομή και την ασφάλειά της.
Ο Ρεπουμπλικανός Τζιμ Σενσενμπρένερ ρώτησε τον Ζούκερμπεργκ γιατί οι συντηρητικοί «λογοκρίνονται» στο Facebook, ισχυριζόμενος ότι ο Ντόναλντ Τραμπ Jr., γιος του αμερικανού προέδρου, αποπέμφθηκε από την πλατφόρμα επειδή «ανέβασε», πριν λίγες ημέρες, ένα βίντεο που κατηγορήθηκε ότι έφερε ψευδές περιεχόμενο σχετικά με τον κοροναϊό. Ο Ζούκερμπεργκ απάντησε ευγενικά ότι δεν ήταν το Facebook που είχε πάρει αυτήν την απόφαση αλλά το Twitter.
Ο Τζεφ Μπέζος, της Amazon, ρωτήθηκε για το κατά πόσο η εταιρεία του βάσισε αποφάσεις της σχετικά με τις πωλήσεις σε δεδομένα που έλαβε από άλλους πωλήτριες εταιρείες. Σε προηγούμενη ακρόαση, στέλεχος της εταιρείας που κατέθετε με όρκο, είχε αρνηθεί το γεγονός αυτό, αλλά είχε διαψευσθεί από μεταγενέστερη αναφορά. Ο Μπέζος ρωτήθηκε επίσης αν η Amazon μερολήπτησε υπέρ των δικών της προϊόντων ιεραρχώντας συγκεκριμένες αποστολές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ο Μπέζος απάντησε στα ερωτήματα αναφερόμενος κυρίως στα παιδικά του χρόνια, στη μητέρα του που ήταν «μια 17χρονη μαθήτρια λυκείου» και στον θετό του πατέρα που ήταν κουβανός μετανάστης. «Η επιτυχία της Amazon μόνο προκαθορισμένη δεν ήταν» δήλωσε ο Μπέζος, προσθέτοντας ότι, την τελευταία δεκαετία, η εταιρεία του επένδυσε 270 εκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, δημιουργώντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Ο Τιμ Κουκ, της Apple δέχθηκε έντονη κριτική σχετικά με τους κανονισμούς που διέπουν τη διαδικασία κριτικών στο ηλεκτρονικό κατάστημα αγοράς εφαρμογών, App Store, καθώς σύμφωνα με τον Χανκ Τζόνσον, βουλευτή της Τζόρτζια, η έρευνα έδειξε ότι οι κανόνες δεν είναι διαθέσιμοι στους προγραμματιστές των εφαρμογών. «Οι κανόνες διαμορφώνονται συνεχώς και αλλάζουν. Η Apple ζητά από τους προγραμματιστές είτε να συμμορφώνονται με τις αλλαγές, είτε να αποχωρήσουν από το App Store. Αυτό αποτελεί τεράστια δύναμη» ανέφερε ο Τζόνσον.
Ο Κουκ απάντησε ότι το App Store δεν αποτελεί μονοπώλιο καθώς το 84% των εφαρμογών που διαθέτει, παραχωρείται δωρεάν, ενώ η Apple από το 2008 δεν έχει αυξήσει τις προμήθειες που εισπράττει από τις εφαρμογές.
Όσο επιθετική πάντως κι αν ήταν η επιτροπή ανταγωνισμού απέναντι στους λεγόμενους BigTech, ο Ντόναλντ Τραμπ παρακολουθεί, προς το παρόν, εξ αποστάσεως και δηλώνει έτοιμος να παρέμβει με τον αγαπημένο του τρόπο άσκησης της προεδρικής εξουσίας:
«Αν το Κογκρέσο δεν φέρει δικαιοσύνη στους Big Tech, που θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια, θα το κάνω μόνος μου με Προεδρικά Διατάγματα»
Πηγή: in.gr